προμελετώ — προμελετῶ, άω, ΝΜΑ 1. μελετώ κάτι εκ τών προτέρων, προετοιμάζομαι με μελέτη νεοελλ. προσχεδιάζω αξιόποινη πράξη («προμελετημένο έγκλημα») αρχ. 1. αποκτώ μια συνήθεια 2. μέσ. προμελετῶμαι, άομαι (για ασθένεια) είμαι απειλητικός … Dictionary of Greek
προμελέτησις — ήσεως, ἡ, Α [προμελετῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προμελετώ … Dictionary of Greek
απρομελέτητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει μελετηθεί ή σχεδιαστεί από πριν 2. αυτός που δεν έχει μελετήσει ή προετοιμάσει κάτι εκ των προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προμελετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
καταστρώνω — (AM καταστρώννυμι, Μ και καταστρωννύω, Α και καταστρωννύω) 1. στρώνω κάτω, απλώνω κάτι στο έδαφος 2. καλύπτω, επικαλύπτω («τὸ πεδίον ἅπαν νεκρῶν κατεστρώθη», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. μτφ. (σχετικά με σχέδια, προγράμματα κ.λπ.) συντάσσω, καταρτίζω,… … Dictionary of Greek
σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… … Dictionary of Greek
καταστρώνω — κατάστρωσα, καταστρώθηκα, καταστρωμένος, συντάσσω, καταρτίζω, προμελετώ: Κατάστρωσαν το σχέδιο επίθεσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσχεδιάζω — προσχεδίασα, προσχεδιάστηκα, προσχεδιασμένος, κάνω σχέδια από πριν, προμελετώ: Προσχεδιασμένο πραξικόπημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)